- κυν(ο)-
- (AM κυν[ο]-)α' συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος)το κυν(ο)- απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών (κυνόμορφος, κυνόσπαστος, κυνόσβατος).Παραδείγματα λ. με κυν(ο)-: κυνόγλωσσος, κυνόδηκτος, κυνόδοντας(-όδους), κυνοειδής, κυνοκέφαλος, κυνοραιστής, κυνόροδο, κυνοσόφιον, κυνόστομο(ν)αρχ.κυνηλατώ, κυνίστωρ, κυνοβάμων, κυνοβλώψ, κυνοβοσκός, κυνόβρωτος, κυνογαμία, κυνοδέσμη, κυνοδέσμιον, κυνόδεσμος, κυνοδηκτικός, κυνοδρομώ, κυνόδων, κυνόζολον, κυνοθαρσής, κυνοκάρδαμον, κυνόκαυμα, κυνόκεντρον, κυνοκεφάλαιον, κυνοκεφάλιον, κυνοκλόπος, κυνοκομώ, κυνοκοπώ, κυνοκτόνος, κυνολογώ, κυνόλυκος, κυνολύγματε, κυνόλυσσος, κυνόμαζον, κυνομαντεία, κυνομαχώ, κυνομόριο, κυνόμορον, κυνόμορφος, κυνόμυια, κυνόπληκτος, κυνόπρηστις, κυνορτικός, κυνοσπάρακτος, κυνοσπάς, κυνόσπαστος, κυνοσσόος, κυνοσφαγής, κυνοτρόφος, κυνουλκός, κύνουρα, κυνοφαγώ, κυνοφθαλμίζομαι, κυνοφόντις, κυνόφρων, κυνυλαγμός, κυνώπης, κυνωτός, κύνωψαρχ.-μσν.κυνούχοςμσν.κύνοπλον, κυνοπόταμος, κυνόπρασον, κυνοπτικόν, κυνοχέστηςνεοελλ.κυνορεξία.
Dictionary of Greek. 2013.